διαπρίζω
1 serrar
τὸ πρὸς τῇ κόρῃ μέρος αὐτοῦ ὥσπερ διαπρίζοντες ὑποδείρωμενPaul.Aeg.6.18,
ξύλαChrys.M.55.196
•en v. pas. sufrir un corte
διαπριζομένου τοῦ σώματοςSor.58.19, cf. D.S.4.76.
2 perforar Hsch.
τὸ πρὸς τῇ κόρῃ μέρος αὐτοῦ ὥσπερ διαπρίζοντες ὑποδείρωμενPaul.Aeg.6.18,
ξύλαChrys.M.55.196
διαπριζομένου τοῦ σώματοςSor.58.19, cf. D.S.4.76.