< διαπορίζω
διαπορπακίζω >
διαπόρισμα
,
-ματος, τό
deducción
διαπόρισμα ... φαμεν εἶναι κέρδος λογικὸν ἐκ τῶν φθασάντων ἀναφυόμενον
Troilus
Prol
.46.22 (dud.).