διαποστέλλω
1 c. ac. de cosa enviar, mandar
τὰ χρήματα τὰ παρ' ἡμῶν εἰς ΧίονD.35.54,
τοῦ δό[γμ]ατος τὸ ἀντίγραφον πρὸς τὸν δῆμον τῶν Ἀθηναί[ω]νFD 2.68.56 (III a.C.), cf. 3.238.23 (II a.C.), en v. pas.
ἐπιστολὴ διαπεσταλμένηPlb.5.42.7.
2 c. ac. de pers. enviar, despachar esp. como mensajero
πρὸς τοὺς ἄλλο[υς] Ἕλληνας διεπρέσβευσαν καὶ κήρυκας διαποστείλ[αν]τες ...FD 1.479.5 (III a.C.),
τοὺς γραμματοφόρους πρὸς τὰς ἐν Πελοποννήσῳ ... πόλειςPlb.5.17.9,
(τοὺς αὐτομολήσαντας) ἐπὶ τὰς πόλειςD.S.19.50, cf. 61, en v. pas.
οἱ διαποστελλόμενοιPlb.18.22.2,
ὁ διαποσταλησόμενος πρὸς αὐτόνPlb.31.15.13,
τὸ παρ' ἡμῶν διαποστελλόμενον παιδάριονUPZ 39.18 (II a.C.)
•tb. como representante o apoderado, en v. pas.
διαπέσταλμαι πρὸς τὴν τοῦ χρηματισμοῦ [τελείωσι]νPFam.Teb.29.12 (II d.C.), cf. BGU 1168.3 (I a.C.),
ὁ διαπεσταλμένος ὑπ' ἐμοῦ Αὐρήλιος ἈπολλώνιοςPOxy.1220.46 (III d.C.), cf. PMich.614.37 (III d.C.)
•raro en v. med.
πρὸς τὴν τοῦ χρηματισμοῦ τελείωσιν διαπέσταλμαι ἩρακλείδηνPOxy.286.26 (I d.C.), cf. PLond.908.35 (II d.C.).