διαπορέω


1 tr. indagar, preguntarse, dudar sobre τοιαῦτα Str.14.5.26, διαπορήσει τι τῶν σπουδῆς ἀξίων Plu.Fr.211, διαπορῶν τις ἃ δεῖ εἰπεῖν Tib.Fig.6, cf. Luc.Herm.42, c. interr. indir. πρὸς ἅ τις ἂν ... διαπορήσειε τί χρὴ δρᾶν Pl.Lg.777c, cf. Arist.EN 1096a12, περὶ τῆς Κυναιθέων ἀγριότητος, πῶς ... Plb.4.20.2, cf. D.S.1.89, Act.Ap.5.24, διαπορεῖν εἰ ... I.Ap.2.3, cf. Thphr.Fr.146, Plu.2.707c, τίνος ἕνεκα εὐθὺς διαπορήσομεν Ph.1.52, en v. pas. τὰ διαπορούμενα περὶ τῆς ἐκ πάθους ὁρμῆς Posidon.150b, τὰ διηπορημένα las cosas dudosas A.D.Coni.227.13, αἱ δυσωπίαι ἐν τοῖς διαπορηθεῖσι las confusiones en los asuntos de difícil solución Ph.1.330, μέγα ἔφησαν καὶ διηπορημένον dijeron algo importante y puesto en duda Luc.Philopatr.26, ἐπεμνήσθη τοῦ διαπορηθέντος Plu.2.658a, cf. Chrysipp.Stoic.2.102
abs. διαπορῆσαι καλῶς Arist.Metaph.995a28, cf. Pol.1276b36, Str.11.11.3.

2 intr. estar en la incertidumbre, en dificultad, desconcertado ἐπεὶ δὲ διηπόρουν Luc.Nec.4, cf. D.S.13.43, Ath.435d, c. giro prep. διηπόρουν ἐπὶ τοῖς συμβαίνουσι estaban desconcertados ante los acontecimientos Plb.4.71.5, cf. Herm.Sim.9.2.5, διαποροῦντας ὑπὲρ τοῦ πράγματος Plb.12.16.6, ὑπὸ τοῦ δεινοῦ D.S.19.45, περὶ τῶν οὕτως ὁμολογουμένων Longin.39.3, cf. Phld.Sign.21.25, tb. en v. med.-pas. ἵνα ... μὴ ... ὑπ' αἰσχύνης διαπορῶμαι Pl.Phdr.237a, περὶ αὐτῶν διαπορηθείς Pl.Sph.217a, cf. 250e, Lg.799e, διαπορεῖται δὲ περὶ αὐτῶν διὰ τί ... Arist.HA 631b2, τὸ διαπορεῖσθαι περὶ τοὺς κεκμηκότας εἴ ... Arist.EN 1101a35, cf. Metaph.1086a19, Pol.1282b8, διαπορούμενος ὑπὲρ τῶν πολεμίων ποῦ ποτ' εἰσί Plb.18.21.1, ἅπαντες διηποροῦντο πόθεν ... D.S.2.18, cf. Plu.Dio 5, c. compl. de tiempo ἐπὶ πολὺ διεπορεῖτο Plb.7.17.7, c. inf. διαπορουμένῳ δὲ αὐτῷ διακρῖναι ἔδοξε X.An.6.1.22
abs. διηπορημένον αὐτὸν ἰδών Plu.Alex.25, cf. Babr.112.8, Aesop.16, D.S.1.68.