διαπταίω
1 tartamudear, balbucir
διαπταίουσα καὶ βαρβαρίζουσα πάμπολλαLuc.Somn.8.
2 fig. titubear, vacilar
(τοὺς ἀστέρας) ἐν τοῖς στηριγμοῖς καὶ ἐν ταῖς ἀκρονυχίαις (τῶν ζῳδίων) διαπταίονταςVett.Val.164.24, cf. 289.24,
κἂν εἴ πού τι διαπέσειάν τε καὶ διαπταίσειανCyr.Al.M.69.805C, cf. Hsch.,
ἐάν τις, τὰ πολλὰ κατορθῶν, ἐν ἑνὶ μόνῳ διαπταίῃ ...Basil.M.31.1141B, cf. 729A
•cometer errores o vacilaciones al aprender a escribir Didym.in Iob 283.4
•tropezar Didym.in Ps.255.18.