διαπτοέω
• Morfología: [aor. ind. διεπτοίησε Od.18.340, A.R.3.1345]
1 ahuyentar, espantar c. ac.
ἐπέεσσι διεπτοίησε γυναῖκαςOd.l.c.,
στρατὸν ... φόβος διεπτόησεel terror puso en fuga al ejército E.Ba.304,
τοὺς μὲν πεδίον δὲ διεπτοίησε φέβεσθαιA.R.l.c.,
τὸ στράτευμαPlu.Cleom.5,
αὐτούςPhilostr.Her.23.7,
τοὺς ἀντιπάλουςThem.Or.21.257b.
2 en v. med.-pas. asustarse, sobrecogerse de pánico
δείσαντες διεπτοήθημενnos sobrecogimos de terror Pl.R.336b,
(ἵπποι) ὁπότε διαπτοηθεῖεν ἐκ τῆς πληγῆςPlb.3.51.5,
τῶν δὲ γυναικῶν διαπτοηθεισῶνPlu.Caes.10, cf. Cic.20, 2.247d, 564b,
ἐξεταράχθη ... καὶ διεπτοήθηD.C.29.1.
3 excitarse, agitarse
διεπτόηντο ταῖς ὁρμαῖς πρὸς τὸν ΤίτονPlu.Flam.5.