διαπορθέω
destruir, saquear
ΛυρνησσόνIl.2.691,
προτείχισμαTh.6.102,
τὴν χώρανTh.8.24, Philostr.VA 6.5, cf. Plu.Per.34,
τὴν πόλινPlu.Cam.6, cf. D.H.8.16, 50, Lib.Or.6.12,
τὴν κώμηνPMasp.2.2.17 (VI d.C.),
τὴν ῬώμηνPlu.Num.12,
τὸ στρατόπεδονPlu.Lys.11,
τὰ ἀλλήλωνref. a tierras, Philostr.VA 6.11, en v. pas.
πρὶν τὰ ταφρεύματα διαπορθηθῆναιD.C.47.45.5,
Ἑλλὰς ... διαπορθηθεῖσα ... ὑπὸ τοῦ δαίμονοςPaus.7.17.1
•en perf. estar destruido, arruinado
διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγμαθ'A.Pers.714,
διαπεπόρθημαι, φίλοιS.Ai.896,
διαπεπόρθηται πόλιςE.Hel.111.