< διαπτερνιστής
διαπτερύσσομαι >
διαπτερόω
1
limpiar como con una pluma
,
suavemente
τὸν βρόγχον
Hp.
Acut
.58, Aret.
CD
1.8.2.
2
διαπτερῶσαι· ἀνευρῦναι. διαστῆσαι
Hsch.
δ
1254.