διαπρίω
1 serrar
χσύλονIG 13.475.61 (V a.C.),
σφκίσκονIG 13.475.261 (V a.C.),
δοκούςIG 11(2).156A.60 (III a.C.),
μοχλόνAen.Tact.19.1
•prov.
διαπρίειν τὸν κύμινονserrar comino ref. a los muy avaros, Iul.Caes.312a,
(ὁρμιάν)Plu.2.977c
•fig. de un territorio dividir
κἂν εἰς πλείω τις διαπρίσῃ τὴν ΠαλαιστίνηνLib.Ep.334, en v. pas.
διαπρισθείηνsea yo serrado en dos Ar.Eq.768,
διαπεπρισμένα (ξύλα)IG 22.1672.304 (Eleusis IV a.C.), cf. ID 401.8 (II a.C.),
διαπεπρισμένοι κατὰ τὰς ῥῖναςcortados en dos por la línea de la nariz Pl.Smp.193a,
διαπεπρισμένα ἡμίσε' ... ὡσπερεὶ τὰ σύμβολαEub.70
•medic., en la trepanación perforar
πολὺ θᾶσσον διαπρίεται τὸ ὀστέονel hueso se perfora mucho más deprisa Hp.VC 21.
2 hacer un ruido como de sierra, rechinar
τοὺς ὀδόνταςLuc.Cal.24.
3 fig. en v. med. sentir como una sierra, estar herido en lo más hondo
διεπρίοντο ταῖς καρδίαιςAct.Ap.7.54, cf. 5.33,
τῷ φθόνῳ ἤμελλον διαπρίεσθαιOrigenes Hom.12 in Lc.(p.84), cf. Cyr.Al.M.73.421C, Seuerian.Inc.251, cf.
διαπρίεται· †διαγοράζει, μαίνεταιHsch.