διαπόρημα, -ματος, τό


1 cuestión problemática, problema ὥσπερ καὶ ἐν τοῖς διαπορήμασιν εἴπομεν Arist.APo.93b20, cf. Metaph.1053b10, 1076b1, 1086b15, Περὶ τῶν ἁπλῶν διαπορημάτων tít. de una obra de Teofrasto, D.L.5.46, ἐπὶ τῆς ἐρωτήσεως ... καὶ διαπορήματος Alex.Fig.1.2, ἅπερ ἐν τοῖς διαπορήμασιν ἐπήλθομεν Alex.Aphr.in Metaph.729.1, cf. Mich.in PA 108.8.

2 inquietud Hp.Acut.42.