διαπραγματεύομαι
I tr.
1 examinar a fondo, ocuparse de
τοῦτον τὸν λόγονPl.Phd.77d,
τὴν αἰτίανPl.Phd.95e,
τὴν παροῦσαν ἀπόκρισινIambl.Myst.1.19.
2 negociar
ἵνα γνοῖ τί διεπραγματεύσαντοEu.Luc.19.15
•abs. dirigir una empresa comercial en part.
ὁ διαπραγματευόμενοςPOxy.1982.16 (V d.C.).
3 hacer, llevar a cabo
μηδὲν ἡμῶν ἄλλο διαπραγματευομένων, ὅ τι μὴ τὸ κατὰ τὴν δίαιτανGal.17(2).436,
διαπραγματευόμεθά τι πρὸς τοὺς ἐφόρους τοῦ σώματοςIambl.Myst.5.16, en v. pas.
τὸ πᾶν τῆς οἰκονομίας θεοπρεπῶς ... διεπραγματεύθηPhot.Bibl.194b25.
II intr.
1 ocuparse, trabajar c. giro prep.
ἀπὸ τέχνης τινὸς ... περί τι μέρος τῶν ἐν τῷ βίῳ διαπραγματευομένηςIambl.Myst.3.1,
περὶ τῶν κατηγοριῶνSimp.in Cat.8.22.2,
εἰς τὴν αὐτὴν ὑπόθεσινPhot.Bibl.99b10.
2 actuar, comportarse
ἱερῶς διαπραγματευομένηllevando una vida santa Dion.Ar.EH 73.17, cf. 77.7,
πρὸς τοὺς ... λέγοντας πῶς ἂν διαπραγματεύσοιο;¿cómo tratarías con aquellos que dicen ...? Dexipp.in Cat.34.5.