διαπόρφυρος, -ον
de color púrpura, teñido de púrpura de un vestido, Pythag.Ep.3.1, de plantas
ἄνθη ... διαπόρφυραDsc.1.11,
δρακόντιον ... διαπόρφυρον τοῖς σπίλοιςDsc.2.166, cf. Orib.11.δ.11.
ἄνθη ... διαπόρφυραDsc.1.11,
δρακόντιον ... διαπόρφυρον τοῖς σπίλοιςDsc.2.166, cf. Orib.11.δ.11.