διαπορία, -ας, ἡ
problema, dificultad
πρὸς ... τὴν διαπορίαν τοσαῦτα εἰρήσθωAristox.Harm.62.13,
διαπορίας καὶ τοῖς ἀγαθοῖς ἰατροῖς παρέχειGal.5.721,
Διαπορίαιtít. de una obra de Epicuro, D.L.10.27, cf. 119, Plu.2.1095c,
πολλὴν διαπορίαν οὐκ ἐπεδέχετο τὸ σκέμμαSyrian.in Metaph.29.17, cf. Simp.in de An.24.1, 6
•διαπορίαν ἔχειν producir problemas, ser confuso
ὁπότερον δὲ ποτέρου προτάττειν ἢ ὑποτάττειν χρή, ἔχει διαπορίανAnon.in Cat.53.1, cf. 49.25.