διαπορεύω
A act. fact. hacer cruzar, hacer pasar
εἰ μὴ ἡμεῖς ὑμᾶς διαπορεύοιμενref. a un río, X.An.2.5.18.
B en v. med.
I c. idea de sobrepasar un punto final
1 tr. atravesar, cruzar
διαπορευόμενος Πελοπόννησον τῇ στρατιᾷTh.5.52,
τοὐλάχιστον βάθος τάφρουHp.Epid.5.82,
τὰ πεδίαX.An.2.5.18,
τὴν χώρανX.An.3.3.3, D.S.2.11, Plu.2.211c,
τὸν ἸσθμόνPlb.16.16.4,
γραμμήνla meta en un estadio, Arist.EN 1174b1,
γῦρον οὐρανοῦLXX Ib.22.14,
ἐκ τῶν πόλεων ὧν διεπορεύετοc. atracción de relat., Plb.4.70.2,
τὸν ἄπειρον αἰῶναD.Chr.1.42
•astr.
τὴν περίοδονde la luna, D.S.2.30,
τοὺς κυρίους τόπους διαπορευομένης τῆς ΣελήνηςVett.Val.280.34.
2 intr. cruzar, pasar
ἀσφαλέσταταTh.1.107,
ἀκινδυνότερονPl.Phd.85d,
οἱ τῶν ὀρνίθων διαπορευόμενοιlas aves migratorias Pl.Lg.952e, cf. Arist.Oec.1353a26, Aen.Tact.32.10, LXX 1Re.12.2, Hld.3.13.2, c. giro prep.
ἐς ΕὔβοιανHdt.4.33, cf. Pl.Ep.326d,
(στόμα) δι' οὗ τοιαῦτα μέλη καὶ ἔπη διαπορεύεται(boca) por la que pasan tales cantos y dichos Satyr.Vit.Eur.39.20.14,
μηθένα διὰ τοῦ ἐλαινος (sic) διαπορεύεσθαιITralleis 245, cf. Plu.2.650c, Crass.27,
ἐκ τῶν πέραν βασιλείων ἐπὶ θάτερα διαπορεύεσθαιcruzar de los palacios de un lado (del río) a los otros D.S.2.9,
μεταξὺ δὲ τῶν ἁρμάτων καὶ τῶν θωρακοφόρωνX.Cyr.7.1.10
•mat.
ἀφ' ἑνὸς εἰς οκτὼ διαπορευθεῖσα (ἡ ἀναλογία)Pl.Epin.991a
•fig.
ὃς ἂν μὴ ... ἐν πᾶσι τούτοις ἀπτῶτι τῷ λόγῳ διαπορεύηται ...el que no pase por todas estas cosas mediante un razonamiento infalible Pl.R.534c
•de secuencias temporales pasar, transcurrir
ὁ διαπορευόμενος μήνel mes pasado, el mes anterior, BGU 1116.11, 1120.9 (ambos I a.C.).
II sin idea de sobrepasar un punto final
1 tr. pasar por, recorrer
τὰς ὁδούςPl.Lg.845a
•geom.
τὴν περιφέρειαν διαπορεύεσθαιdescribir el arco Autol.Sphaer.3, Ort.1.1,
τὸ σαμεῖον ... τὰν ὑπεροχὰν (τᾶς γραμμᾶς) διαπορεύεταιel punto recorre lo que sobrepasa (de la recta) Archim.Spir.12, cf. 1, 2,
ὁ ἥλιος τὴν ΜΛ διαπορεύεταιPapp.532, cf. 540
•fig. recorrer con la palabra o el pensamiento
διαπορευόμενος αὐτά (τὰ λοιπὰ τῶν ἀξιολόγων)Aristeas 322, cf. D.H.Pomp.5.6,
διαπορεύεσθαι τὰς εὐεργεσίαςhacer recuento de las aportaciones benéficas Plb.16.26.2, cf. D.S.5.46,
τὰς συντάξεις διαπορευόμενοςD.H.Pomp.1.1,
τῶν δὲ διαπορευομένων τὰς κρούσειςcuando ellos estaban llevando a cabo su recital Plb.30.22.5.
2 intr. marchar, avanzar
πεζῇ διεπορεύθη εἰς τὴν ΒοιωτίανX.HG 6.4.21,
ἐκεῖνοι ... διεπορεύθησαν ὡσπερανεὶ προπεμπόμενοιIsoc.4.148,
τοῦ δὲ πνεύματος διαπορευθέντοςArist.PA 640b15
•caminar por el suelo, Hld.3.13.2
•fig. perseverar
διαπορευομένων ἐν πλημμελείαις αὐτῶνde los que perseveran en sus errores LXX Ps.66.22.