διαπορθμευτής, -οῦ, ὁ
• Grafía: graf. διαπορθμειτής Gloss.2.273


transmisor (ὁ Υἱός) δ. τοῦ ἁγίου Πνεύματος Leont.H.Nest.M.86.1485B, cf. Gloss.l.c.