< διαπόρευσις
διαπορεύω >
διαπορευτός
,
-ή, -όν
que se puede atravesar
c. dat. instrum.
ἁμάξαις δ. ὁδός
Apollon.
Lex
.336,
φύσις ... διεξοδευτὴ καὶ δ.
Simp.
in Ph
.470.4.