διάπραξις, -εως, ἡ
1 acción, hecho
διαπράξει παραλαβὼν τὴν κόρηνI.AI 17.9,
πάντων διάπραξινI.AI 17.232,
τὴν γιγνωσκομένην κοινὴν ἀνθρώποις διάπραξινIambl.Myst.4.3,
ἱεράIambl.Myst.3.30.
2 resultado de la acción, logro
εἰς διαπράξεις πολιτικάςPl.Smp.184b,
τὴν τῶν διαπράξεων αἰτίανla responsabilidad por los trabajos realizados Ph.1.429.