διαπορθμεύω
• Grafía: graf. -μείω Gloss.2.273
1 transportar, llevar, pasar a través de ext. acuáticas, c. ac. de pers. o cosa
τὰς νέας ἁπάσας παρεῖχε διαπορθμεύειν τὴν στρατιήνHdt.4.141, cf. 8.130,
ΕὐρώπηνAcus.29, Apollod.2.5.7,
τοὺς παριόντας διεπόρθμευε μισθοῦApollod.2.7.6,
με ... διεπόρθμευσενref. a Caronte, Luc.Nec.10, cf. Cont.23, DMort.2.1,
τὴν τροφήνGal.3.762,
ὅθεν πέρ φασι τὰς ψυχὰς διαπορθμεύειν τὸν ΘάνατονEutecnius Al.Par.56.5, cf. Hsch., en v. pas.
διαπορθμευομένων τῶν νεκρῶν διὰ τοῦ ποταμοῦD.S.1.96
•abs., en v. med. transportar, hacer los transportes de cereales en una balsa BGU 1188.10 (I a.C.).
2 cruzar, atravesar c. ac. del espacio atravesado
ἐπὶ πλοίων τῶν διαπορθμευόντων τὸν ποταμόνHdt.1.205, cf. 5.52,
τὸν Ἰόνιον κόλπονProcop.Vand.1.1.12, c. giro prep.
πρὸς τὸν Φερεκύδην διεπόρθμευεcruzó el mar para reunirse con Ferécides Iambl.VP 11,
διαπορθμεύειν ἐπὶ μισθῷcruzar pagando un río, Hld.2.22.1,
διαπορθμεύει (τὸ φῶς) ... ἐπὶ τὴν γῆνcruza (la luz) hasta la tierra, Ammon.in Int.36.9, cf. Isch.Libell.51 (p.18).
3 transmitir, ser vehículo de
τὰς ψυχικὰς δυνάμειςGal.19.168,
τὴν τῆς ψυχῆς δύναμιν ... εἰς τὸ σῶμα διαπορθμεύουσαSimp.in Cael.381.35,
εἰ ... τὸν κλῆρον εἰς τοὺς ἐκγόνους διαπορθμεύσειεIul.Or.3.81c,
(σωτηρίαν) εἰς τὴν γῆνChrys.M.63.33, cf. Dion.Ar.CH 15.6,
διαπορθμεύων (ὁ ἀήρ) τὴν ὄψινSimp.in Cael.130.16, en v. pas. ib.8.1
•verbal y físicamente
Κάδμος δὲ ταῦτα (εὑρήματα) διεπόρθμευσεν εἰς τὴν ἙλλάδαArist.Fr.501.
4 transmitir verbalmente
τοὺς λόγους ... τοῖσι Ἀθηναίοισι διεπόρθμευσεHdt.9.4,
τὸ δαιμόνιον ... διαπορθμεῦον θεοῖς τὰ παρ' ἀνθρώπωνPl.Smp.202e, cf. Procl.Inst.148, Iambl.Myst.1.5, de los intérpretes
τὰς παρ' ἑκατέρων φωνὰς ... πρὸς ἑκατέρουςMax.Tyr.8.8, cf. Gr.Nyss.Eun.2.48,
γλῶττα διαπορθμεύει τοῖς ἔξω τὸν νοῦνAth.Al.M.27.565B, cf. Cyr.Al.M.68.717C.