διαπρεπής, -ές
• Morfología: [sg. ac. no contr. διαπρεπέα Pi.I.5.44]


1 que se distingue, notable, sobresaliente, magnífico νᾶσος Pi.l.c., ἀρετή Th.2.34, διαπρεπεῖς τότ' ἐγένοντο Φρύγες E.Or.1483, (γυνή) X.Mem.2.1.27, ἄλσος Str.14.1.20, ἆθλα IPr.114.21 (I a.C.), φιλοστοργία IEphesos 27.380 (II d.C.), ἐξέδρα I.AI 8.134, ἄνδρες LXX 2Ma.10.29, cf. D.C.60.27.4
c. dat. de limitación εἴδωλα ἐσθῆτι καὶ κόσμῳ διαπρεπέα Democr.B 195, διαπρεπεῖς εὐψυχίᾳ E.Supp.841, c. ac. de rel. δ. τὴν θέαν de admirable aspecto E.IA 1588, ἐν ταῖς στρατιωτικαῖς ... παρασκευαῖς διαπρεπεῖς ὁρᾶσθαι καὶ κεκοσμημένους Plu.Phil.9, cf. Philostr.VS 600, Hsch.
neutr. compar. como adv. διαπρεπέστερον ἀγωνισάμενοι los que se habían distinguido más notablemente en la lucha I.BI 7.11
sup. de manera muy superior ἀγωνίσασθαι διαπρεπέστατα Plb.10.49.9, cf. IPr.114.24 (I a.C.), κάλλιστα καὶ δ. D.50.7, cf. D.C.72.5.4
subst. τὸ δ. magnificencia, grandeza Th.6.16.

2 adv. -ῶς espléndidamente, magníficamente ἔθαψε δὲ αὐτὸν ... δ. I.AI 7.392, σκηνὴ ... κεκοσμημένη δ. Plu.Alc.12, cf. 2.214e, IAphrodisias 3.72.1.24 (III d.C.)
de manera muy notable δ. ἀγωνίσασθαι Plu.Mar.28, 2.873d, Philostr.VS 525.