< διαπτύσσω
διαπτυχής >
διαπτυχή
,
-ῆς, ἡ
hoja plegada
δέλτου μὲν αἵδε πολύθυροι διαπτυχαί
E.
IT
727,
γραμμάτων διαπτυχαί
E.
IT
793.