< διαπρέπω
διαπρεσβεύομαι >
διαπρεσβεία
,
-ας, ἡ
envío de legaciones
ἐποιεῖτο τὰς διαπρεσβείας πρός τε τοὺς ἄλλους
Plb.5.72.9, cf. 67.11, 27.8.15.