διαπρό
1 adv. a través c. movimiento hacia delante, de una parte a otra en descripciones de heridas
ἡ δὲ δ. ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ' ὀστέον ἤλυθ' ἀκωκήIl.5.66,
δ. δὲ εἴσατο χαλκόςIl.5.538, 17.518, Od.24.524, cf. Il.7.260, 12.184, 13.388, 15.342, Od.22.295
•en símiles y gener.
τάνυται δέ τε πᾶσα (ἀλοιφή) διαπρόIl.17.393,
τῇδε διαπρό Ἄψυρτος Κόλχοι τε ... ὡρμήθησανA.R.4.313, cf. Eub.107.22, Hsch.
2 prep. de gen. a través de
διαπρὸ δὲ εἴσατο καὶ τῆςIl.4.138, cf. 5.281,
δόρυ δ' ὀφθαλμοῖο διαπρὸ ... ἦλθενIl.14.494,
ἐγένετο δ. δωμάτων ἄφαντοςE.Or.1495,
λαγόνος τε καὶ ὀμφαλοῦTheoc.22.201.