διαμετρέω
διαμέτρησις
διαμετρητός
διαμέτρητος
διαμετρικός
διάμετρος
διαμευστής
διαμήδομαι
διαμηκίζω
διάμηκος
διαμηκύνω
διαμηνύω
διαμηρίδιον
διαμηρίζω
διαμήριον
διαμηρισμός
διαμηρυκάομαι
διαμηρύομαι
διαμηχᾰνάομαι
διαμηχανητέον
διαμιγνύω
διαμικρολογέομαι
διάμιλλα
διαμιλλάομαι
διαμιλλητέον
διαμιμνῄσκομαι
διαμίμνω
διαμῐνῡρίζομαι
διαμίσγω
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικός
διαμιστύλλω
διαμίσυος
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διάμνια
διάμοιος·
διαμοιράζω
διαμοιράομαι
διαμοιρασία
διαμόλιβδος
διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
διάμορον
†διαμορφής
διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμορφωτικός
διάμοτος
διαμοτόω
διαμότωσις
διαμοχλεύω
Διαμούνας
διαμπάξ
διαμπείρω
διαμπερής
Διαμπερές
διαμπερονάω
διαμῠδαίνω