διαμίσγω
1 tr. entremezclar
τὴν κόνυζαν ἢ τὴν ὀρίγανονPh.Mech.88.13
•c. gen. partit.
τῶν δὲ μαλακωτέρων διάμισγεHp.Mul.1.64.
2 intr. entremezclarse
νότια διαμίσγοντα βορείοισινHp.Epid.7.105.
τὴν κόνυζαν ἢ τὴν ὀρίγανονPh.Mech.88.13
τῶν δὲ μαλακωτέρων διάμισγεHp.Mul.1.64.
νότια διαμίσγοντα βορείοισινHp.Epid.7.105.