< διαμνημονεύω
διάμνια >
διαμνημονικός
,
-ή, -όν
de buena memoria
ὁ δὲ Σιμωνίδης δ. τις ἦν
Sud.s.uu.
ἀνελέγετο
y
Ἀπολλώνιος Τυανεύς
.