διαμμοιρηδά
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. exactamente por la mitad, en partes iguales
μέσσην νύκτα δ. φυλάξαςA.R.3.1029.
• Etimología: De διά y μείρομαι, c. tratamiento -μμ- < *-σμ-, como eol. ἔμμορε < *se-smor-e.
μέσσην νύκτα δ. φυλάξαςA.R.3.1029.