< διαμικρολογέομαι
διαμιλλάομαι >
διάμιλλα
,
-ης, ἡ
pelea
,
lucha
entre animales
ἐν ταῖς πρὸς ἕτερα (ζῷα) διαμίλλαις
Hierocl.2.11, cf. 3.26.