διαμοτόω


medic. taponar con una compresa de hilas τὸ ἕλκος πᾶν μοτῷ Hp.VC 14, τῶν τραυμάτων ... αὐτὰ τὰ στόματα Heras en Gal.13.752, τὰ χείλη (τῆς οὐλῆς) Paul.Aeg.6.12, en v. pas. διαμοτούσθω τὸ δέρμα Paul.Aeg.4.58.2, τὸ ἕλκος Heliod. en Orib.47.14.8
abs. διαμοτοῦμεν μελικράτῳ Aët.7.95, cf. 93, Paul.Aeg.6.82.1.