διαμηρίζω
tr. abrir los muslos, abrir de piernas rel. relaciones sexuales
ἐγὼ διαμηρίζοιμ' ἂν αὐτὴν ἡδέωςAr.Au.669, cf. 1254, ref. tb. al amor efébico (cf. διαμήριον):
πολλοὺς δὲ καλοὺς ... παῖδας διεμήρισαν ἄνδρες ἐρασταίAr.Au.706,
παιδικάZeno Stoic.1.59,
τὸν ἐρώμενονZeno Stoic.1.59, cf. Phld.Sto.15.8, Hsch.