< διαμπερονάω
διαμῡδᾰλέος >
διαμῠδαίνω
1
pudrirse
διεμύδαιν' ἤδη νέκυς
A.
Fr
.53a.
2
en v. med.
derramarse
,
verterse
,
AB
238.16,
EM
269.1G., Sud.