διαμηχᾰνάομαι
1 c. dif. complet. esforzarse por, intentar por todos los medios que c. inf.
δ. ζῶν εἰσιέναι ἐς ᾍδουPl.Smp.179d,
ἔξω περισπᾶνPlu.Cat.Mi.19, cf. Ant.24, c. interr.
δ. τίνα τρόπον ἀνασοβήσοι μεPl.Ep.348a, c. ὅπως:
διαμηχανήσομαί θ' ὅπως ἂν ἱστίον σαπρὸν λάβῃςAr.Eq.917,
τοῦτ' αὐτὸ δ. ὅπως ἂν γίγνηταιPl.Lg.746c, cf. Smp.213c, Lib.Ep.92.
2 c. compl. en ac. idear, inventar
τοῦτοPlu.Cat.Mi.34,
πολλὰ ... πρὸς τὴν συμφορὰν ἀλεξητήριαD.H.1.27, tb. c. gen.
προφάσεωςHom.Clem.19.20.
3 emplear, utilizar en v. pas.
διαμεμηχάνεται δὲ καί τινα ἐν τῇ σκηνῇAnon.Trag.23.