διαμιλλάομαι
1 pelear, rivalizar, disputar con c. dat.
ἀλλήλοιςPl.Lg.833e,
τοῖς ... δεσμώταιςPl.R.516e,
τῇ τοῦ θεοῦ δόξῃD.S.17.85,
τοῖς ἀνταγωνισταῖςStr.17.1.11, c. dat. y constr. prep.
πρεσβυτέροις ... ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοιςPl.R.563a,
τῷ Κίμωνι περὶ δεῖπναPlu.Them.5, tb. c. dat. instrum., constr. prep. u or. interr.
πρὸς ἀλλήλους τοῖς ἐπαίνοιςPlu.Cic.4,
πρὸς τὰ μειράκια ... ἐν τοῖς ὅπλοιςPlb.16.21.6,
περὶ τῆς ... ἐμπειρίας πρὸς ἀλλήλουςD.S.19.27, cf. 62,
πρὸς Ζήνωνα διαμιλλώμενος ὡς ὁ σοφὸς πάντως ἂν εἴηHermipp.Hist.91
•sólo c. dat. instrum., constr. prep. u or. interr. rivalizar en o por
διαμιλλώμενοι τοῖς θυμοῖςrivalizando en coraje Plb.1.81.9,
ἐν πότῳPoll.6.19,
περὶ τούτουPl.R.517d,
περὶ τῶν ἴσωνD.H.6.75,
παρ' ὁποτέρῳ τρέφοιτο τὸ παιδίονPhilostr.VS 569
•fig. competir
τύχη ... πρὸς τὴν ἀρετὴν τοῦ ἀνδρόςPlu.Tim.21.
2 tr. defender en v. pas.
ταῦτα μὲν ἱκανῶς διημίλληταί σοιLuc.Par.58.