διάμορφος, -ον


I 1de variadas formas διάμορφα καὶ ἄνδιχα πάντα πέλονται Emp.B 21.7.

2 deforme, feo διάμορφον Σωκράτην ἀπώλεσεν Com.Adesp.940 (pero v. δίμορφος).

II bot., subst., otro n. de la mandrágora Ps.Dsc.4.75.