διαμισθόω
arrendar terrenos de cultivo PFlor.1.7 (II d.C.), PAmh.95.7 (II d.C.), en v. pas.
(γῆ) ἐς τὰ κοινὰ διεμισθοῦτοApp.BC 2.10, cf. PTeb.826.17 (II a.C.), PFlor.6.15 (III d.C.) en BL 1.134
•abs. arrendar la tierra
διαμισθώσει τοῖς βουλομένοις ἑκουσίως προσέρχεσθαιITemple of Hibis 4.14 (I d.C.).