< διάμετρος
διαμήδομαι >
διαμευστής
,
-οῦ, ὁ
• Alolema(s):
tb.
διαμευτής
Hsch.
tramposo
,
embaucador
Hsch.
• Etimología:
De δι-αμεύομαι, cf. ἀμεύομαι, ἀμύνω.