διαμιμνῄσκομαι
• Morfología: [sólo tema de perf.]
1 acordarse, recordar c. ac.
ὅσα ἂν ἀκούσῃX.Mem.1.4.13,
τὰς εὐεργεσίαςD.H.4.9
•c. gen. tener siempre en la memoria, guardar un constante recuerdo
τῶν σκωμμάτων αὐτοῦD.Chr.32.98,
τῆς οἴκαδε ἐπανόδουPh.1.627,
τῶν προστάξεων αὐτοῦPh.1.456, cf. 528.
2 en escritos mencionar c. gen.
τῆς μὲν οὖν πρώτης (ἐκστάσεως) ἐν ταῖς ... γραφείσαις ἄραις διαμέμνηταιPh.1.509,
διαγράφων βασιλείαν τοῦ θρόνου καὶ τραβέας διαμέμνηταιLyd.Mag.1.7.