< διαμονή
διαμονομαχέω >
διαμόνιμος
,
-ον
1
perdurable
οὐδὲ γὰρ φιλίας ... πιστόν τι καὶ διαμόνιμον
Porph.
Abst
.1.52.
2
adv. -ως
permanentemente
Phld.
Mus
.4.4.33.