διαμορφόω
1 dar forma, configurar
τὴν ψυχὴν πρὸς δόκιμον εἶδοςPh.2.368,
δρῦν ... ὥσπερ τρόπαιονPlu.Rom.16,
γῆν ... ταῖς σαῖς χερσίGr.Nyss.V.Macr.397.8,
ἐκ γῆς μὲν αὐτῷ ... τὸ σῶμαBas.Sel.Or.M.85.328A,
ἡ φαντασία ... τὸ σχῆμα ἀφ' ἑαυτῆςSimp.in de An.214.9, cf. Syrian.in Metaph.140.2, Eustr.in APo.93.5, en v. pas.
θᾶσσον διαμορφοῦται τὸ ἄρρεν τοῦ θήλεοςAth.Med. en Orib.Inc.16.4,
λέγει δὲ τὴν ὕλην διαμορφωθῆναι ὑπὸ τῆς ψυχῆςPlu.2.1030e
•de la voz articular
τὸ σχῆμα τῆς φωνῆς ... διαμεμορφωμένονPlu.2.722c.
2 representar alegóricamente
τὰ τοῖς ἀρχαίοις συμβεβηκότα ... εἰς τύπον τῶν νοητῶνCyr.Al.M.68.149C,
ἐν εἴδει τῷ γυναικὸς ... τὴν ... ἀρετήνCyr.Al.M.68.377B, cf. Thdt.Eran.225.