< διαμπάξ
διαμπερής >
διαμπείρω
poét. por διαναπείρω
atravesar de parte a parte
,
ensartar
ἀμφ' ὀβελοῖσιν ... σπλάγχνα
Q.S.1.613, cf. Hsch.s.u.
διαμπείρας
.