διαμηρύομαι
• Morfología: [perf. part. διαμεμηρυσμένος Hero Bel.98.10]
enrollar en ovillo o carrete
ὅπλον βάλλοντες περὶ αὐτὸ καὶ διαμηρυόμενοιHero Fr.2.296, en v. pas.
τῶν ὅπλων περὶ τὸν ἄξονα ... διαμηρυομένωνHero Fr.2.274, cf. l.c.,
χαλάσματα διαμεμηρυμέναHero Aut.10.3.