ἐνδιαλύω ἐνδιαμένω ἐνδιαπερονάω ἐνδιαπίπτω ἐνδιαπλέκω ἐνδιαπρέπω ἐνδιαρκῶς ἐνδιαρρέω ἐνδιασκευάζω ἐνδιάσκευος ἐνδιασπάω ἐνδιασπείρω ἐνδιαστέλλω ἐνδιαστρέφω ἐνδιάστροφος ἐνδιατάσσω ἐνδιατείνομαι ἐνδιατελέω ἐνδιατίθημι ἐνδιατρέχω ἐνδιατριβή ἐνδιατρίβω ἐνδιατριπτέον ἐνδιατριπτικός ἐνδιάτριπτος ἐνδιαυγέομαι ἐνδιαφαίνομαι ἐνδιαφθείρω ἐνδιάφορος ἐνδιαχειμάζω ἐνδιαχέομαι ἐνδῐάω ἐνδιδάσκω ἐνδίδημι ἐνδιδομένως ἐνδιδύσκω ἐνδίδωμι ἐνδιερεθίζω ἐνδιής ἐνδιεσπαρμένως ἐνδιηθέω ἐνδιήκω Ἐνδίηλα ἐνδιημερεύω ἐνδίημι ἐνδιΐημι ἐνδικάζω ἐνδικαίως ἐνδικαστήριος ἔνδικος ἔνδῑνα ἐνδινευτής· ἐνδινεύω ἐνδινέω ἐνδιοδεύω ἐνδιορθόομαι 1 ἔνδιος 2 ἔνδιος Ἔνδιος ἐνδιπλασιάζομαι ἐνδιπλόω ἐνδίπλωμα ἐνδίπλωσις ἐνδίσματα· ἐνδίφριος ἐνδογενής ἔνδοθεν ἔνδοθι ἐνδοθίδιος †ἐνδόθρας· ἔνδοι