ἐνδιαστέλλω
1 marcar una separación, diferenciar, dejar claro
λέγεται δὲ διαστολὴ στιγμὴ ἐνδιαστελλοῦσα τὰς ἀναγιγνωσκομένας λέξειςTheodos.Gr.Sp.58.22.
2 en v. med. explicarse con claridad
τοῦτον ἐνδιαστελοῦμαι τὸν τρόπονStob.2.7.4a.
λέγεται δὲ διαστολὴ στιγμὴ ἐνδιαστελλοῦσα τὰς ἀναγιγνωσκομένας λέξειςTheodos.Gr.Sp.58.22.
τοῦτον ἐνδιαστελοῦμαι τὸν τρόπονStob.2.7.4a.