< ἐνδιαλλάσσω
ἐνδιαμένω >
ἐνδιαλύω
disolver
,
deshacer
un coágulo de sangre, Sor.3.7.41, en v. pas.
ἥμισυ κοχλιάριον δυσὶ κυάθοις ἐνδιαλυθὲν μελικράτου
Aët.8.43.