ἐνδιήκω
fil. penetrar, traspasar, extenderse ref. propiedades y fenóm. elementales y naturales
<θείας τινὰς δυνάμεις> ἐνδιήκειν τοῖς ὑλικοῖς στοιχείοιςXenocrates 213,
πνεῦμα ... ἐνδιῆκον δι' ὅλου τοῦ κόσμουPlacit.1.7.33,
αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητεςS.E.M.8.41.