ἐνδιοδεύω
entrar, adentrarse en, penetrar
(ὁ ἥλιος) ἀνατέλλων μὲν ... τοῖς νοτίοις ἐνδιοδεύειGr.Nyss.Hom.in Eccl.287.18, fig.
διάνοια τῇ διαστηματικῇ παρατάσει ἐνδιοδεύουσαGr.Nyss.Hom.in Eccl.412.18
•atravesar, pasar, vadear un río, Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.35.13.