ἐνδιατρίβω
I tr., c. ac. de sent. temp., esp. χρόνον emplear, pasar
ὑπ' ἀνέμων καὶ ἀπλοίας ἐνδιέτριψεν οὐκ ὀλίγον χρόνονTh.2.85, cf. 18, cf. Ar.Ra.714, Plu.2.505a,
(ῥεύματα) ἐνδιατρίβοντα πολὺν χρόνον τοῖς αὐτοῖς κλίμασιStr.15.1.23,
ὁ χρόνος, ὃν ἐνδιατρίβειν τῇ πηγῇ διώριστοAch.Tat.8.14.4,
ἐν ἐξουσίαις ἐπὶ πολὺν χρόνον ἐνδιατρίβεινpasar mucho tiempo en el poder D.C.36.31.4.
II intr.
1 vivir, residir
ὥστε τὸν τόπον εἶναι ... ἐνδιατρῖψαι προσηνέστατονD.S.3.69,
τὸ μὴ ἐνδιατρίβειν ἐᾶν τοὺς ξένουςel no permitir a los extranjeros residir Philostr.VA 6.20, c. adv. o compl. de lugar
αὐτόθιD.33.5,
τῇ χώρᾳPlb.3.88.1,
ἐνδιατρίβειν αὐτῷ (τῷ ὄρει) τὸν θεόνI.AI 2.265, cf. D.S.3.42, 5.44,
τοῖς ΚαταδούποιςHld.2.33.2,
ἐν ΚαπύῃD.H.7.10,
περὶ τοὺς τόπους τούτουςD.S.3.21,
παρ' ὑμῖνAth.Al.V.Anton.8.3.
2 mantenerse, permanecer
αἱ ψακάδες ... ἐπὶ τοῦ ἀέροςArist.Mete.348a8
•tener lugar, suceder
ἡ φρόνησις ἀλλοιοῦται, δόξαι τε ἕτεραί τινες ἐνδιατρίβουσινde los ensueños, Hp.Flat.14.
3 demorarse, entretenerse
ἐνδιατριβόντων αὐτῶν ἔτυχεν ἡ μάχηTh.5.12, cf. Aeschin.3.201, c. compl. de lugar
ἐν τοῖς καλοῖς ἐᾶν τὴν ὄψιν ἐνδιατρίβεινX.Cyr.5.1.16,
περὶ τούτωνArist.Mete.357a4, cf. MA 701a28, Metaph.989b27,
τοῖς περὶ τὸ σῶμαEpict.Ench.41,
τοῖς τῶν ἀνιαρῶν ἀναλογισμοῖςPlu.2.469a,
τοῖς ἐπαίνοις ἀρχόντων καὶ στρατηγῶνLuc.Hist.Cons.7,
ἐνδιατρίψει λόγοις τὰ σὰ χείλη πρὸς τὰ ἐμὰ χείληtus labios se entretendrán en palabras con mis labios, e.d., hablaremos, LXX Pr.23.16.
4 fig. dedicarse, apegarse, insistir c. dat. de abstr. o compl. prep.
μὴ τοῖς ἠθάσι λίαν τοῖς τ' ἀρχαίοις ἐνδιατρίβεινno apegarse demasiado a los usos antiguos y acostumbrados Ar.Ec.585,
ἐὰν δὲ περαιτέρω τοῦ δέοντος ἐνδιατρίψῃpero si persiste más de lo debido (en filosofar), Pl.Grg.484c, cf. R.487d, Arist.Pol.1258b35,
κατὰ φιλοσοφίανEpicur.Fr.[1] 17,
ἐνδιέτριβ[έ π]οθε[ν ἡ]συχίει (l. ἡσυχίῃ)Epicur.Fr.[34.19] 4,
λόγοις καὶ ἔργοιςLuc.Nigr.7,
τῇ περὶ τοὺς βίους ἀναγραφῇPlu.Per.2,
τῷ χρησίμῳHermog.Prog.7,
τοῖς φαύλοις ἐπιτηδεύμασινAesop.70.1,
περὶ μουσικήνAth.623e,
ὑπὲρ τούτωνIul.Or.1.45b.