ἐνδιαμένω
1 c. suj. de cosa o abstr. permanecer dentro de algo
ταύταις (ταῖς θεωρίαις) ... δοκοῦσιν ... αἱ φαν[τασ]ίαι ἐνδιαμέ[νεινEpicur.Fr.[37.37] 10,
τοῦ ξύλου ... ἔνδον τοῦ πυρὸς ἐνδιαμένοντοςMac.Aeg.Serm.C 22.3.
2 c. suj. de pers. mantenerse
ἀκινήτως τῇ σεαυτοῦ γνώμῃHom.Clem.18.21.4.