< ἐνδιαχειμάζω
ἐνδῐάω >
ἐνδιαχέομαι
expandirse
de un olor
ὥσπερ μύρου ὀδωδὴ ἀέρι ἐνδιαχυθεῖσα
Gr.Nyss.
Ar.et Sab
.83.24.