< ἐνδιαπίπτω
ἐνδιαπρέπω >
ἐνδιαπλέκω
entrelazar
,
entremezclar
ἄμπελον τὴν τοῖς ἀλλοτρίοις κλάδοις τοὺς ἰδίους ἐνδιαπλέκουσαν
Gr.Nyss.
Hom.in Eccl
.332.13.