ἐνδικάζω
• Alolema(s): arcad. ἰνδ- IPArk.3.34 (Tegea IV a.C.)
jur.
1 procesar, someter a juicio en v. pas. GDI 1795.6 (Delfos II a.C.).
2 condenar en juicio, en v. pas.
εἰ δ' ἂν ἰνδικάζητοι, ἀπυτεισάτω τὸ χρέος διπλάσιονIPArk.l.c.
εἰ δ' ἂν ἰνδικάζητοι, ἀπυτεισάτω τὸ χρέος διπλάσιονIPArk.l.c.